- ἀλαζονείαν
- ἀλαζονείᾱν , ἀλαζονείαfalse pretensionfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολεθροφόρος — ὀλεθροφόρος, ον (ΑΜ) αυτός που προξενεί όλεθρο («ὀλεθροφόρον ἀλαζονείαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + φόρος*] … Dictionary of Greek